- φαραδισμός
- ο, Νιατρ. η εφαρμογή, για θεραπευτικούς σκοπούς, τού φαραδικού ρεύματος, η οποία επιδρά στη συσταλτικότητα τών μυών και στη διεγερσιμότητα τών νεύρων, ασκώντας επίσης αναλγητική, αγγειοκινητική και επισπαστική δράση.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. faradisme από το όνομα τού φυσικού Μ. Faraday. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.